Άρθρο του Μ. Θεοδωράκη σχετικά με το έργο του «Ωδή για τον Οιδίποδα Τύραννο»



Ανάμεσα στα 1946 και 1948 συνέθεσα μια σειρά από συμφωνικά έργα-μεταξύ τους και η «Ωδή»-επηρεασμένος κυρίως από το ηθικό δίδαγμα που μου μετέδιδαν οι συμφωνίες του Σοστακόβιτς που ανακάλυπτα εκείνη την εποχή. Σε αντίθεση με τη σύνθεσή μου το «Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς» (1945) όπου με απασχολούσε ιδιαίτερα η λαϊκή μουσική της Κρήτης, στα έργα της περιόδου αυτής επεδίωκα-με πολύν μουσικό μεγαλοϊδεατισμό βεβαίως-ένα υποκειμενικό-προσωπικό τρόπο έκφρασης που αντανακλά όμως το περιεχόμενο μιας δεδομένης ιστορικής περιόδου ιδιαίτερα οδυνηρής για τη χώρα μας (1940-1950). Όμως η φιλοδοξία και πρόθεση υπήρξαν δυσαναλόγως βαρύτερες από τα τεχνικά μέσα που διέθετα την εποχή εκείνη των ωδειακών ακόμα σπουδών κι έτσι το σύνολο σχεδόν της εργασίας μου αυτής δεν ξεπέρασε το στάδιο των πειραματισμών.

Πολύ αργότερα, στα 1955, ξαναγύρισα στην παρτιτούρα της «Ωδής», δίνοντάς της συγχρόνως μια νέα μορφή. Ίσως, στο βάθος, αυτή η επιστροφή να μην ήταν από μέρος μου παρά μια πράξη συναισθηματική-να οφείλονταν δηλαδή στο γεγονός ότι το έργο αυτό μένει σαν μαρτυρία μιας εποχής οδυνηρά κοσμογονικής για τη γενιά του γράφοντος.

Τώρα πρέπει να πω ότι η «Ωδή» δεν είναι έργο με «ιστορία», με πρόγραμμα ή με σχέδιο. Οιδίποδες είμαστε όλοι μας-εμείς οι Έλληνες-αυτό-τυφλωμένοι, ρημαγμένοι άθελά μας, περνώντας απ’ το ένα κακό στο άλλο-τη μια συφορά στην άλλη.

Τι άλλο μπορούσε να σκεφτεί και να νοιώσει ένα νέος στα 1947, δύο μόλις χρόνια μετά την Απελευθέρωση, που αντίς για την Ειρήνη μας έφερε νέο πόλεμο, χειρότερο, αδελφοκτόνο.

Το έργο, αυτό καθ’ εαυτό-σα μουσική σύνθεση-είναι μια εναλλαγή ανάμεσα σε ήρεμες επικλήσεις-δεήσεις και διαμαρτυρίες. Αυτό το σχήμα αντανακλά δειλά την εσωτερική δομή της αθηναϊκής τραγωδίας, όμως με μελωδική γλώσσα κατ’ ευθείαν επηρεασμένη από τα βυζαντινά τροπάρια και τις εκκλησιαστικές μας μελωδίες τέλος, με τεχνικά μέσα σύγχρονα-όσο σύγχρονη θα μπορούσε να είναι η τεχνική του νέου Έλληνα συνθέτη στα 1947.

Η «Ωδή», σαν περιεχόμενο και πρόθεση, ολοκληρώνεται λίγο αργότερα στην Πρώτη Συμφωνία (1949-1952) που έχει τις ίδιες αφετηρίες-ίδιες ρίζες-ίδιες φιλοδοξίες. Όμως η διαδικασία: αθηναϊκή τραγωδία-βυζαντινή, δημοτική μελωδία-νεοελληνικό περιεχόμενο-σύγχρονη τεχνική, θα ολοκληρωθεί στη μουσική μου για τις « Φοίνισσες», όπου το ίδιο πρόβλημα της διάρκειας και της ομοιογένειας της ελληνικής παράδοσης μπαίνει ξανά σε δοκιμασία.

Μ.Θ.

Παρμένο από το πρόγραμμα της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών της περιόδου 1960





Ενας αιώνας που γράφτηκε με νότες

Η εξέλιξη της ελληνικής δισκογραφίας η οποία συμπλήρωσε 100 χρόνια από τότε που τυπώθηκαν στην Αμερική οι πρώτοι δίσκοι 78 στροφών

Από το 1896 όπου ο Μιχαήλ Αραχτίντζης ηχογραφεί οκτώ τραγούδια στις 78 στροφές ώς σήμερα όπου το λέιζερ «ανιχνεύει» με εντυπωσιακές ταχύτητες τις νέες εκδόσεις συμπληρώθηκαν 100 χρόνια ελληνικής δισκογραφίας. Στην Αμερική, στη Μικρά Ασία, στην Ελλάδα. Εκατοντάδες δισκογραφικές εταιρείες, χιλιάδες μουσικοί, τραγουδιστές, δημιουργοί. Από τις 78 στροφές στις 45, στις 33, στον δίσκο compact.

Η ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη. Εκεί τυπώθηκαν οι πρώτοι δίσκοι 78 στροφών και βάρους 200 γραμμαρίων. Στις 4 Μαΐου του 1896 με την εταιρεία Berliner «έγραψε» τη φωνή του ο Μιχαήλ Αραχτίντζης, του οποίου η καλλιτεχνική τύχη έκτοτε αγνοείται.

Τρεις είναι οι γεωγραφικοί χώροι στους οποίους σημειώνονται οι πρώτες ηχογραφήσεις από το 1896 ως το 1960: στην Αμερική (Νέα Υόρκη, Σικάγο κ.α.), σε πολιτείες της Ανατολικής Μεσογείου (Κωνσταντινούπολη ώς το 1940, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια και Κάιρο ώς το 1922, Θεσσαλονίκη ώς το 1912) και στην Ελλάδα από το 1900 ώς το 1924, όπου έχουμε σποραδικές ηχογραφήσεις ελληνικών τραγουδιών από μικρές ξένες εταιρείες ­ κυρίως από την τουρκική Orfeon, τη γερμανική Odeon, την αγγλική Appolon κ.ά.

* Οι πρώτες «πολυεθνικές»

Μια σημαντική αλλαγή στα χρόνια ανάμεσα στο 1924 και στο 1930 είναι η εγκαθίδρυση μιας σειράς παραρτημάτων ξένων δισκογραφικών εταιρειών στην Ελλάδα. Το 1924 η αρχή γίνεται από την Odeon, έναν χρόνο μετά ιδρύεται παράρτημα της αγγλικής Grammophone με τα σήματα Columbia και His Master's Voice. Το 1927 καταφθάνουν η γερμανική Polydor και η γαλλική Pathe, το 1928 η γερμανική Parlophone κ.ά. Αυτές οι εταιρείες λειτουργούν ως το 1930, ενώ μετά γίνονται διάφορες ανακατατάξεις και μένουν ουσιαστικά δύο ομάδες εταιρειών: η μία με τα σήματα Columbia και His Master's Voice, υπό την διεύθυνση των αδελφών Λαμπρόπουλου (στην αρχή της δεκαετίας του '60 λειτουργούν υπό το σήμα EMIAL), και η άλλη με τα σήματα Odeon, Parlophone υπό την διεύθυνση του Μίνωος Μάτσα (η εξέλιξή της είναι η Μίνως Μάτσας και Υιός). Με αυτές τις ετικέτες κυκλοφορούν δίσκοι 78 στροφών ώς το 1960.

Γύρω στο 1958 εμφανίζονται και κάποιες ακόμη μικρές εταιρείες ελληνικού ρεπερτορίου, όπως η Melody, η Monte Carlo κ.ά., οι οποίες συνεχίζουν και στις 45 στροφές. Μετά το 1960 και την κατάργηση των 78 στροφών εμφανίζεται ένα πλήθος εταιρειών, ίσως ξεπερνούν τις 1.000, που τυπώνουν τραγούδια στις 45 στροφές. Το 1960 άλλωστε κάνει την εμφάνισή της στην Ελλάδα και η ολλανδική Philips, η οποία μετά από διάφορες εξελίξεις κατέληξε σήμερα στον τίτλο Polygram. Την ίδια εποχή επίσης εκπροσωπείται στην Ελλάδα και η RCA Victor, που παρήγε ρεπερτόριο στις 45 στροφές τη δεκαετία του '60.

Με την αποχώρηση τη δεκαετία του '80 των αδελφών Λαμπρόπουλου, το ρεπερτόριο της EMIAL «επιστρέφει» στην ΕΜΙ και το 1990 με τη σύμβαση ανάμεσα στη Minos και στην ΕΜΙ όλο το παλαιό υλικό των εταιρειών που αντιπροσώπευε ανήκει πλέον στη Minos - ΕΜΙ.

* Οι πρώτοι τραγουδιστές

Οσο κι αν ψάχνουν οι συλλέκτες ελληνικής μουσικής και οι μουσικολόγοι δεν βρίσκουν καμία άλλη ηχογράφηση έλληνα τραγουδιστή στην Αμερική ανάμεσα στο 1896 και στο 1907 πλην αυτής του Μιχάλη Αραχτίντζη. Από το 1907 αρχίζουν σποραδικές ηχογραφήσεις ώς το 1916, όπου έχουμε πλέον σταθερή δισκογραφία ­ πρώτα στις δύο μεγάλες εταιρείες RCA Victor και Columbia και εν συνεχεία από μικρές ελληνικές που εδρεύουν στη Νέα Υόρκη και στο Σικάγο. Αυτή η περίοδος καλύπτεται δισκογραφικά και από πολλές επανατυπώσεις δίσκων της Μικράς Ασίας.

Χαρακτηριστικές περιπτώσεις καλλιτεχνών της περιόδου είναι οι τενόροι Μάριος Λυμπερόπουλος, Γρηγόρης Γεωργίου, Γιώργος Χέλμης, Γιώργος Κανάκης. Από το 1916 και μετά, στο προσκήνιο της δισκογραφίας έρχονται δύο μεγάλες ελληνίδες τραγουδίστριες: η Κυρία Κούλα Αντωνοπούλου και η Μαρίκα Παπαγκίκα. Το 1918 το πλαίσιο αυτό εμπλουτίζεται με την παρουσία του Τέτου Δημητριάδη και της αδελφής του Τασίας (έχουν ηχογραφήσει περισσότερα από 300 τραγούδια και δεκάδες επιθεωρησιακά νούμερα), το 1920 με την Αμαλία Βάκα και τον Γιώργο Κατσαρό, ο οποίος έχει ακόμη και σήμερα σημαντική δραστηριότητα. Μικρή δισκογραφία στην Αμερική έχει και ο Πέτρος Κυριακός, την περίοδο όπου έκανε εκεί περιοδεία και έπαιζε στον θίασο Παντοπούλου. Αυτή την εποχή στην Αμερική, όπου το μεταναστευτικό ρεύμα προς τις ΗΠΑ μετέφερε πάνω από μισό εκατομμύριο Ελληνες, έχουμε μια εντυπωσιακή άνθηση στη μουσική με έμφαση στα παραδοσιακά δημοτικά και ρεμπέτικα τραγούδια.

Ανάμεσα στο 1925 και στο 1930 αρκετές είναι οι ηχογραφήσεις επιθεωρησιακών τραγουδιών του θιάσου Βρισηίδος (Βρισούλας) Παντοπούλου, ενώ το 1928 γίνονται οι πρώτες ηχογραφήσεις με μπουζούκι («Από κάτω απ' τις ντομάτες» και «Τούτοι οι μπάτσοι που ήρθαν τώρα») στις οποίες τραγουδάει ο Γιαννάκης Ιωαννίδης και παίζει μπουζούκι ο Μανώλης Καραπιπέρης. Το 1932 ηχογραφείται το «Μινόρε του τεκέ» μαζί με άλλα τρία οργανικά κομμάτια από τον Ιωάννη Χαλικιά, τα οποία εισάγονται αμέσως στην Ελλάδα και ενεργοποιούν την άποψη της ηχογράφησης του μπουζουκιού. Πρωτοπόροι κατόπιν τούτου ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Μπάτης. Ωστόσο έναν χρόνο πριν, το 1931, ηχογραφούνται στην Ελλάδα δύο τραγούδια με μπουζούκι και σαντούρι: «Καλέ, μάνα, δεν μπορώ» και «Τα δίστιχα του μάγκα». Τη δεκαετία του '30 ­ στην Αμερική πάντα ­ ο Κώστας Δούσας με την κιθάρα του ηχογραφεί 18 τραγούδια, ενώ σημαντική είναι και η παρουσία των Βασίλη Τηνιακού, Γιώργου Ντόκου, Χαρίλαου Κρητικού κ.ά.

* Αμερική και Μεσόγειος

Η πρώτη ελληνική δισκογραφική εταιρεία στην Αμερική ιδρύεται το 1914 (Orion) αλλά δεν ηχογραφεί δίσκουςΩ τους επανατυπώνει από τη Μικρά Ασία. Η πρώτη εταιρεία που ηχογραφεί στην Αμερική ιδρύεται τον Φεβρουάριο του 1919 και διευθύνεται από την Κυρία Κούλα. Την επόμενη χρονιά η Greek Record Company ιδρύεται από τον βιολονίστα Γεώργιο Γκρέτζη, ενώ το 1926 ο Faros από τον Χαρίλαο Κρητικό. Οι εταιρείες έχουν ­ οι περισσότερες ­ ιδιοκτήτες μουσικούς που κατορθώνουν να βρουν χρηματοδότες. Ως το 1960 ακολουθούν άλλες 40 εταιρείες, εκ των οποίων οι μόνες που επιβιώνουν μετά από αυτή τη χρονιά είναι η Nina και η Liberty, για να διαλυθούν τη δεκαετία του '70.

Μέσα στα πρώτα πέντε χρόνια του αιώνα τοποθετείται η λειτουργία της εταιρείας Orfeon Record, στη Μικρά Ασία με έδρα την Κωνσταντινούπολη και ιδιοκτήτες δύο Τούρκους οι οποίοι ηχογραφούν και ελληνικό ρεπερτόριο ως το '22. Ηχογραφήσεις γίνονται στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στη Θεσσαλονίκη, στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια. Μεγάλη εταιρεία της εποχής θεωρείται η γερμανική Favorite Record, που ηχογραφεί στη Μικρά Ασία. Οι περισσότερες ηχογραφήσεις ως το 1914 ­ όπου αρχίζει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ­, περισσότερα από 1.000 τραγούδια, ανήκουν στη γερμανική Odeon, ενώ λειτουργούν και άλλες 15 εταιρείες.

Ολοι οι τραγουδιστές της Σμύρνης ηχογραφούν εκτός από τον Θεόδωρο Μαυρογέννη ή Το Θεοδωράκι, ο οποίος πίστευε ότι αν κυκλοφορούσαν στην αγορά δίσκοι του θα... έχανε πελατεία από τα κέντρα όπου εμφανιζόταν.

Τρεις είναι οι δισκογραφικές περίοδοι των 78 στροφών στην Ελλάδα. Η πρώτη: 1924 - 1930, η δεύτερη: 1930 - 1941 και η τρίτη: 1946 - 1960. Την πρώτη περίοδο ηχογραφούνται κυρίως παραδοσιακά τραγούδια ανωνύμων. Δημοφιλείς τραγουδιστές είναι οι: Γιώργος Βιδάλης με 150 τραγούδια, Αντώνης Νταλκάς με 500 τραγούδια, Ευάγγελος Σωφρονίου με 100 τραγούδια, Δημήτρης Αραπάκης με 150 τραγούδια κ.ά. Επώνυμοι συνθέτες αυτή την περίοδο είναι μόνο ο Παναγιώτης Τούντας, ο Κώστας Σκαρβέλης και ο Δημήτρης Σέμσης. Στον χώρο της Εθνικής Σχολής κυριαρχούν ο Σπύρος Σαμάρας και ο Ναπολέων Λαμπελέτ, ενώ στον χώρο του ελαφρού τραγουδιού οι Αττίκ, Χατζηαποστόλου, Σακελλαρίδης, Στρουμπούλης κ.ά.

* Η επώνυμη δημιουργία

Τη δεύτερη περίοδο αρχίζει ουσιαστικά η επώνυμη δημιουργία και η έκρηξη παραγωγής τραγουδιών με τη λειτουργία του εργοστασίου της Columbia που εγκαινιάζεται το 1930. Οι μικρασιάτες συνθέτες είναι ιδιαίτερα παραγωγικοί και δημοφιλείς: Τούντας, Σκαρβέλης, Περιστέρης, Παπάζογλου, Νταλκάς κ.ά. Το 1932 αρχίζει πορεία λαμπρή των μπουζουξήδων: Βαμβακάρης, Μπάτης, Παγιουμτζής, Δελιάς κ.ά. Το 1935 ανακαλύπτουμε τον Μπαγιαντέρα και τον Κερομύτη. Το 1937 εμφανίζονται στη δισκογραφία ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου, το 1938 ο Μανώλης Χιώτης. Οι τραγουδιστές που ερμηνεύουν και κάνουν γνωστά τα τραγούδια τους είναι οι: Κώστας Ρούκουνας, Στελλάκης Περπινιάδης, Γιώργος Κάβουρας, Στράτος Παγιουμτζής, Ρόζα Εσκενάζυ, Ρίτα Αμπατζή κ.ά. Στον χώρο του ελαφρού τραγουδιού ο Μιχάλης Σουγιούλ και ο Κώστας Γιαννίδης κατέχουν τα πρωτεία.

Στα μέσα του 1946 αρχίζει η τρίτη περίοδος της ελληνικής δισκογραφίας με την επαναλειτουργία του εργοστασίου της Columbia (είχε σταματήσει το 1941). Την περίοδο αυτή πεθαίνουν πολλοί από τους δημιουργούς του ελληνικού τραγουδιού (Τούντας, Σκαρβέλης, Αττίκ, Χατζηαποστόλου), ενώ αναγνωρίζεται η δύναμη των τραγουδιών του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Χιώτη. Τα καινούργια ονόματα είναι ο Γιώργος Μητσάκης, ο Απόστολος Καλδάρας, η Μαρίκα Νίνου, η Στέλλα Χασκίλ, η Σωτηρία Μπέλλου κ.ά. Είναι η εποχή όπου καθιερώνονται η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, το Ντούο Χάρμα κ.ά. Το 1952 μπαίνουν στη δισκογραφία η Καίτη Γκρέυ, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Γιώτα Λύδια, η Πόλυ Πάνου, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης κ.ά.

Η δεκαετία του '60, με την κατάργηση των 78 στροφών και την καθιέρωση των 45 και των 33 στροφών, θεωρείται «χρυσή». Είναι η δεκαετία που χαρακτηρίζεται από την παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη, του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά και από το Νέο Κύμα και έναν ποταμό νέων ονομάτων που δρουν ώς σήμερα.